- (ε)πιτυχαίνω
- (ε)πιτυχαίνω και πετυχαίνω(ε)πέτυχα και πέτυχα, επιτεύχτηκα, (ε)πιτυχημένος και πετυχημένος, μτβ. και αμτβ.1. τυχαίνει να βρω, συναντώ τυχαία: Καλά που σε πέτυχα.2. βρίσκω το στόχο: Τον πέτυχε με μία σφαίρα.3. βρίσκω ό,τι ζητώ, φτάνω στο αποτέλεσμα που επιδιώκω, πραγματοποιώ, καταφέρνω: Πέτυχε το σκοπό του.4. ευδοκιμώ, προκόβω, έχω επιτυχία: Πέτυχε στη ζωή του.5. εκτελώ καλά: Η μοδίστρα δε μου πέτυχε το καινούριο φόρεμα.6. εκτελούμαι ή γίνομαι με επιτυχία: Πέτυχε η συναυλία.7. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., (ε)πιτυχημένος, -η, -ο και πετυχημένος, -η, -ο επίρρ. -α που έγινε με επιτυχία, εύστοχος: Επιτυχημένο αστείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.